Ένας σπουδαίος Ρωμαίος Αυτοκράτορας και φιλόσοφος της ύστερης αρχαιότητας (121-180 μ.Χ) Μάρκος Αυρήλιος είπε : « Ότι παν υπόληψις », εννοώντας πώς τα πάντα γύρω μας είναι μία ιδέα. Μία ιδέα που εμείς καλλιεργούμε και επιλέγουμε να προβάλουμε προς τα έξω. Χιλιάδες χρόνια μετά, κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου η Τουρκία καλείται να υπερασπιστεί τη δική της υπόληψη στη διεθνή πολιτική σκηνή, μεριμνώντας παράλληλα και για τα συμφέροντά της.
Πιο συγκεκριμένα η Τουρκία είναι μία χώρα που ανήκει στο ΝΑΤΟ και διατηρεί καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ, οι οποίες την έβλεπαν ως αντίβαρο στην ιρανική αλλά και τη ρωσική προσπάθεια διείσδυσης στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Ως επί το πλείστον η εξωτερική πολιτική της και οι οικονομικο-εμπορικές της σχέσεις έπρεπε να συμπίπτουν με χώρες και κράτη που συμπλέουν ως προς την υποστήριξη των ΗΠΑ. Ήταν λοιπόν λογικό που έδινε έμφαση στη σχέση της με τη γειτονική Μέση Ανατολή, η οποία σε μεγάλο ποσοστό απαρτίζονταν από κράτη που πρότινος ήταν αποικίες των Ευρωπαίων. Ταυτόχρονα όμως, επιχείρησε να κρατήσει όσο ήταν δυνατόν παρασκηνιακές τις σχέσεις της με την Σοβιετική Ένωση.
Για να ξεδιαλύνουμε λίγο το τοπίο, κρίνεται επιτακτική η ανάγκη να γίνει μία μικρή αναδρομή στο παρελθόν ξεκινώντας από τις σχέσεις της Μέσης Ανατολής με την Τουρκία, οι οποίες χρονολογούνται από το 1950 με το σύμφωνο της Βαγδάτης και ενισχύονται με την πετρελαϊκή κρίση του 1970 που προωθεί την ανάπτυξη συνεργασίας και οικονομικών σχέσεων, καθώς και εγγειοβελτιωτικών έργων που ενθαρρύνουν την ανοικοδόμηση της ειρήνης. Εξάλλου, η Τουρκία είχε γίνει μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη με υπολογίσιμη οικονομία που της επέτρεπε να διαδραματίζει αυτό τον κομβικό ρόλο στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή. Μάλιστα, ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας Τουργκούτ Οζάλ ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε το συμφέρον της χώρας να διατηρεί καλές σχέσεις με όλες τις χώρες της Μέσης Ανατολής.
Γι’ αυτό και δεν προκαλούν έpκληξη οι τότε διπλωματικές της ικανότητες, που επέτρεπαν να διατηρεί κάποιες σχέσεις και με το Ιράκ και τη Συρία, που επρόκειτο να πληγούν από την υπερδύναμη λίγα χρόνια μετά. Η διαφύλαξη αυτών των σχέσεων επιτεύχθηκε έμμεσα με τη δημιουργία του κόμματος δικαιοσύνης και ανάπτυξης που απαγόρευσε την έλευση των αμερικανών στην Τουρκία για τον βομβαρδισμό του Ιράκ το 2003. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ίδρυση ενός συμβουλίου σύνδεσης οικονομικής και εμπορικής γειτονιάς και την απουσία βίζας στις μετακινήσεις, οδήγησε στην εξύψωση της Τουρκίας στα μάτια του αραβικού κοινού.
Παράλληλα με όσα συνέβαιναν στο νότιο και ανατολικό τομέα, οι βόρειοι γείτονες φλέρταραν μαζί της όλο και πιο τελέσφορα. Το 1980 ο Οζάλ μετέτρεψε την οικονομία της Τουρκίας από εισαγωγική σε εξαγωγική αποπληρώνοντας την εισαγωγή φυσικού αερίου με καταναλωτικά αγαθά είτε με κατασκευαστικά έργα δημιουργώντας σχέσεις αλληλεξάρτησης με τη Σοβιετική Ένωση, ειδικότερα όταν η τελευταία κατέρρευσε το 1990, επιφέροντας ένα κύμα μεταναστών και γενικότερη μετακίνηση πληθυσμών. Με τη βοήθεια της Ρωσίας, η Τουρκία έγινε πιο ανταγωνιστική και υπολογίσιμη καθώς αναδείχτηκε σε ενεργειακό σταθμό από τον οποίο το αέριο και τα πετρέλαια της Κασπίας Θάλασσας και του Καυκάσου θα μεταφέρονταν προς τις παγκόσμιες αγορές.
Εντούτοις, οι τόσο έντονες σχέσεις αλληλεξάρτησης επέφεραν υπέρογκα ελλείμματα στο ΑΕΠ τα οποία για να ισορροπηθούν έπρεπε η μια χώρα να απεξαρτηθεί από την άλλη δημιουργώντας εναλλακτικούς δεσμούς. Για παράδειγμα, η Τουρκία με το ανερχόμενο Αζερμπαϊτζάν, ήταν μια συμμαχία που κατάφερνε να άρει το μονοπώλιο της Ρωσίας κρατώντας μερικώς τις ισορροπίες.
Στην πραγματικότητα μπορεί η Ρωσία και η Τουρκία να μην βρίσκονταν στο ίδιο μήκος κύματος, ωστόσο η εξάρτησή τους δημιούργησε κοινά κίνητρα για αποφυγή πολιτικών διαφορών που ήταν δυνατόν να βλάψουν τις διμερείς οικονομικές σχέσεις. Χώρες όπως η Τουρκία αποτελούσαν κορυφαίο εμπορικό εταίρο άλλων, μικρότερων χωρών όπως η Μολδαβία και η Γεωργία οι οποίες μερικές φορές ένιωθαν πως η δύναμη της πρώτης μπορούσε να υπονομεύσει την κυριαρχία και την ανεξαρτησία τους. Από την άλλη υπήρχαν και χώρες όπως η Αρμενία όπου δεδομένα τον πόλεμο με το Αζερμπαϊτζάν οι σχέσεις τους διακόπηκαν και σήμερα η αλληλεπίδραση τους είναι μικρή αλλά ταυτόχρονα υπαρκτή.
Καταγράφοντας έτσι την οικονομία της Τουρκίας σε σχέση με τις γύρω περιοχές στην εποχή του ψυχρού πολέμου παρατηρούμε ότι, η αλληλεξάρτηση, η λειτουργική συνεργασία, η διαφύλαξη περιφερειακής ειρήνης και η σταθερότητας, όπως επίσης και ότι αφορά την πολιτική και την ασφάλεια κατέχουν δέουσα σημασία. Για αυτό και η Τουρκία επικεντρωνόταν στα δημοκρατικά διαπιστευτήρια και στην εξωτερική της πολιτική διατηρώντας τις ισορροπίες και δίνοντας χώρο σε περιφερειακές πρωτοβουλίες τονίζοντας το αίσθημα της εμπιστοσύνης.
Όλα αυτά με σκοπό να διατηρηθεί αλώβητο το όνομά της σε διεθνή πολιτική σκηνή. Μερικές φορές όμως, οι ισορροπίες είναι λεπτές και οι γραμμές δυσδιάκριτες, για αυτό και πρέπει να προάγει ένα φιλικό και δημοκρατικό προφίλ διατηρώντας σχέσεις με κράτη που συμφωνούν με την πλειονότητα της κοινής γνώμης.
Η υπερπροβολή μιας σχέσης δύο χρόνων τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό ενισχύοντας την κοινή γνώμη δεν αντικατοπτρίζει πάντα την αλήθεια. Θα πρέπει να είμαστε σε θέση να μελετήσουμε τα στατιστικά στοιχεία που απορρέουν από το ετήσιο ΑΕΠ καθώς και τους εξωτερικούς παράγοντες που συμβάλλουν καθοριστικά στην εξέλιξη των γεγονότων.
Συντάκτης: Πέννυ Ζωιτάκη