Έχουν συμπληρωθεί κάτι παραπάνω από τρία χρόνια από την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, της 17ης Ιουνίου του 2018, μέσω της οποίας Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία ηγούνται των διαπραγματεύσεων μίας νέας περιόδου στα Βαλκάνια. Το επίκεντρο της προσοχής των δύο κυβερνήσεων των παραπάνω χωρών, όπως και οποιασδήποτε άλλης κυβέρνησης στράφηκε εύλογα τα επόμενα χρόνια περισσότερο στη διαχείρηση της πανδημίας παρά στα εξωτερικά ζητήματα των κρατών. Παρ΄όλα αυτά, η Συμφωνία των Πρεσπών εξακολουθεί να αποτελεί ένα ευαίσθητο θέμα και για τα δύο κράτη και κυρίως για τη Βόρεια Μακεδονία η οποία ακολουθεί μία ενταξιακή πολιτική, μεγάλης στρατηγικής σημασίας για την ίδια και όχι μόνο.
Το «Μακεδονικό» αποτελούσε επί τριάντα τουλάχιστον χρόνια δυσεπίλητο πρόβλημα για την Ελλάδα είτε γιατί στην γειτονική χώρα επικρατούσαν υπερεθνικιστικοί ηγέτες που διεκδικούσαν την αρχαία ιστορία της Μακεδονίας είτε διότι οι ελληνικές κυβερνήσεις μέχρι και το 2017 δεν επιθυμούσαν να αναλάβουν πολιτικό κόστος. Επειδή όμως οι συμφωνίες αφορούν κράτη και όχι κυβερνήσεις είναι σημαντικό να επικεντρωθεί κανείς στα πραγματικά οφέλη της επικύρωσης, τα οποία σκοπίμως συνεχίζουν πολλοί να παραβλέπουν.
Πρώτα απ΄ όλα, οι κρατικοί θεσμοί, τα δημόσια κτήρια αλλά και ιδιωτικοί φορείς της γείτονος έπαψαν να ονομάζονται «μακεδονικοί» χωρίς τον επιθετικό προσδιορισμό «Βόρεια» με βάση το άρθρο 1 παρ. 3 της Συμφωνίας. Δεύτερον, αξίζει να αναφερθεί πως για πρώτη φορά η Βόρεια Μακεδονία αναγνωρίζει ότι δεν έχει σχέση με τον «αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά» της Μακεδονίας όπως ρητά αναφέρονται στο άρθρο 7 και 8 του κειμένου. Η εν λόγω συμφωνία ουδέποτε αναγνώρισε «μακεδονικό λαό» ή «μακεδονικό έθνος» όπως πολλοί ένθερμοι «πατριώτες» έσπευσαν να διαδηλώσουν. Αντιθέτως, η Συμφωνία ορίζει αποκλειστικά και μόνο την «ιθαγένεια» των πολιτών της Γείτονος, που αποτελεί τον νομικό δεσμό του πολίτη με το κράτος.
Επιπρόσθετα, διαγράφεται οποιαδήποτε έμμεση ή άμεση δυνατότητα διεκδίκησης «δικαιωμάτων» για δήθεν μειονότητα στη χώρα μας. Άλλωστε έχει συγκροτηθεί Μεικτή Διεπιστημονική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για ιστορικά, εκπαιδευτικά και αρχαιολογικά θέματα ώστε να απαλειφθεί κάθε αλυτρωτική αναφορά. Ένα σημαντικό τμήμα της κοινής γνώμης σε Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία εξακολουθεί να πιστεύει ότι με την υπογραφή ενισχύθηκε η ειρήνη και η σταθερότητα στην περιοχή. Η πλειοψηφία των πολιτών έχει αναγνωρίσει πλέον τη σημασία του ζητήματος της ονομασίας και έχει αντιληφθεί ότι η επίλυσή του ήταν ένας συμβιβασμός που έπρεπε να γίνει.
Και εδώ ακριβώς συναντάμε το στοιχείο που δημιουργεί εσωτερική αντιπαράθεση όσον αφορά την συμβιβαστική λύση. Στα αυτιά ορισμένων η λέξη «συμβιβασμός» αποκτά τελείως αρνητική σημασία καθώς συνεπάγεται της παραχωρήσεως δικαιωμάτων. Στην ουσία όμως πρόκειται για επαγγελματίες των βαθαίων συστημάτων οι οποίοι εμποδίζουν μία ενδεχόμενη λύση. Και αυτοί δεν είναι άλλοι παρά ομάδες, ακραίες εθνικιστικές οργανώσεις και πολιτικά κόμματα συνυφασμένα με αντίστοιχες θέσεις. Πρόκειται συνεπώς για άτομα τα οποία «ζούν» από την αντιπαράθεση και όπως υποστήριξε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1950, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, μία φιλική στάση ή μία επίλυση της διένεξης θα τους «έβγαζε στη σύνταξη». Η Ελληνική πλευρά έχει την ανάγκη «απεγκλωβισμού» από τέτοιες ιδέες που είναι βαθιά ριζομένες στην κοινή αντίληψη και συμβάλλουν στη διατήρηση της εικόνας του εχθρού.
Την εποχή των μεγάλων συλλαλητηρίων διαπιστώθηκε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να αψιφά τη λογική και να υπερασπίζεται το αδύνατο απλώς για να «συντριβεί» και να μπορεί και πάλι να νιώσει «προδωμένος», «αδικημένος», «θύμα» των διεθνών συνομωσιών που μηχανεύονται στα παρασκήνια. O «πατριωτισμός» αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο του τυχοδιώκτη.
Σε αυτή τη περίπτωση η ύπαρξη και διατήρηση στερεοτύπων και απλοποιημένων εικόνων οδηγεί σε φαινόμενα τοπικού ιμπεριαλισμού που συντρέχουν στην οικονομική, πολιτική και πολιτιστική υποδούλωση ενός κράτους. Και εδώ όμως το πρόβλημα παίρνει μία άλλη διάσταση. Διότι εθνικισμός και μιλιταρισμός συνδέονται αδιάρρηκτα. Είναι συνδεδεμένοι σαν σιαμαίοι αδελφοί διότι παύουν να υπηρετούν τον στόχο της εσωτερικής ενοποίησης και ασφάλειας και μετατρέπονται σε όπλο της παγκόσμιας πάλης. Χωρίς προκαθορισμένους στόχους εθνικής τιμής και εθνικού μεγαλείου, οι μάζες θα έχαναν τον ενθουσιασμό και τη θέληση για «θυσίες» που είναι η κινητήρια δύναμη για την επιτυχημένη ιμπεριαλιστική πάλη που εμφωλεύεται στους στόχους ενός «στρατιωτικο-βιομηχανικού κατεστημένου».
Για την ενίσχυση των ανισοτήτων σε διακρατικό επίπεδο –σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης- απαιτείται εκ νέου ιεράρχηση και αντικειμενική εκτίμηση των πραγματικών ή πιθανών απειλών καθώς και ανάλυση της ιστορικής διάστασης της απειλής. «Η υπερηφάνεια των εθνών βρίσκεται στην ποιότητα ζωής, στους θεσμούς, στο κράτος δικαίου, στις ελευθερίες των πολιτών· όχι στους στόλους και τις στολές. Η φτώχεια φέρνει την εθνική ταπείνωση και όχι η συνεργασία». Οφείλει ο καθένας να αντιληφθεί ότι στα πλαίσια της «Μεγάλης» και ενιαίας Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν χωρούν διχασμοί και μικροδιαφορές. Όσο ισχυροποιείται το όπλο του «βέτο», τόσο θα αποσταθεροποιείται η Ευρώπη.
Συντάκτης: Τσολακίδης Χαράλαμπος