“Ερχόμαστε από πολύ μακριά και πηγαίνουμε πολύ μακριά…”. Η φράση αυτή του Palmiro Togliatti , γενικού γραμματέα του Κ.Κ. Ιταλίας, περιγράφει γλαφυρά, τουλάχιστον στη σκέψη του γράφοντος, την ιστορική εξέλιξη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ένα ανομοιογενές κίνημα που σχηματοποιήθηκε σε κόμμα μέσα από κινητοποιητικούς-προωθητικούς “μύθους” δεκαετιών πριν την ίδρυση του τον Σεπτέμβριο του 1974, κατόρθωσε να καθορίσει (αλλά και να καθοριστεί εξίσου) το πνεύμα και τον “ρυθμό” της περιόδου που έδρασε, ως εκ τούτου όμως να χρεωθεί τις “αμαρτίες” όχι μόνο της ηγεμονίας του στο πολιτικό σύστημα, αλλά ευρύτερα των πρώτων δεκαετιών της Μεταπολίτευσης.
Η ιστορία ενός κόμματος είναι η ιστορίας μια χώρας μέσα από μια συγκεκριμένη οπτική διατεινόταν ο πολιτικός φιλόσοφος Antonio Gramsci. H αλήθεια του ΠΑ.ΣΟ.Κ. επομένως, ενδιαφέρει περισσότερο από τον μύθο που αρθρώθηκε γύρω από την πορεία και την καταγωγή του, για να κατανοήσουμε το πλαίσιο στο οποίο έδρασε, το ρόλο του μέσα σε αυτό, την αλληλεπίδραση με τους υπόλοιπους παράγοντες του πολιτικού συστήματος, την “κληρονομιά” που παρέλαβε αλλά και κληροδότησε στην ελληνική σύγχρονη πραγματικότητα.
Πριν ξετυλίξει κανείς το κουβάρι της διαδρομής του, ως το πλέον σημαινόμενο της λέξης ΠΑ.ΣΟ.Κ. είναι το όνομα του χαρισματικού ηγέτη και ιδρυτή του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Ανδρέας Παπανδρέου με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ως ηγέτης, πρωθυπουργός, αλλά και γενικότερα ως πολιτικό πρόσωπο, αποτέλεσε έναν “ιανό” τόσο εντός όσο και πέραν των ορίων του κόμματός του. Πέραν από το φαινόμενο-ιδεότυπο “Ανδρέας Παπανδρέου” και τις επίκαιρες συζητήσεις για το αν πρέπει ή μπορεί να υπάρξει με σύγχρονους όρους, ο ιδρυτής του ΠΑ.ΣΟ.Κ. αποτέλεσε το αίτιο και το αποτέλεσμα για πλήθος συνειδητών ή ασυνείδητων καταστάσεων στην πολιτική ζωή της Ελλάδας. Ήταν ο “απόστολος” της Αλλαγής, το πρόσωπο που με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. μορφοποίησε σε μαζικό-οργανωμένο κόμμα την δυναμικότερη συσπείρωση “θελήσεων” της σύγχρονης ιστορίας του τόπου, ενώ ταυτόχρονα, για το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα εκ δεξιών και εξ ευωνύμων του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ήταν ο αρχιερέας του “κακού”, αυτός που έπρεπε να “πέσει” με κάθε θυσία. Ήταν ο “νονός” για τις σταδιαδρομίες δεκάδων πολιτικών προσώπων τις δεκαετίες του 80’ και του 90’, με χαρακτηριστικότερη τη δήλωση ενός τέτοιου ιστορικού στελέχους του κόμματος “…αν δεν υπήρχε ο Αντρέας δεν θα μας ήξερε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας μας.” Ταυτόχρονα όμως υπήρξε η πολιτική “κολυμβήθρα” του Σιλωάμ, για πολιτικά πρόσωπα με ευθύνες ή “ευθύνες” ενώ το πιστοποιητικό του “παπανδρεισμού” χρησιμοποιήθηκε είτε ως πολιτικό διαβατήριο είτε ως πολιτική απενοχοποίηση. Ο Ανδρέας Παπανδρέου αγαπήθηκε και μισήθηκε με σφοδρότητα όσο ελάχιστα πολιτικά πρόσωπα, αλλά η παρακαταθήκη του αποτελεί αμφιλεγόμενο πεδίο μέχρι και σήμερα, όσο περίπου συνέβαινε και όταν βρισκόταν εν ζωή.
Ο λιγότερος προβεβλημένος μύθος ή μάλλον πολιτική παρερμηνεία γύρω από το ΠΑ.ΣΟ.Κ., είναι η sui generis φυσιογνωμία του. Τυπολογικά, υπήρξε ένα κόμμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας παρότι αυτοσυστήθηκε ως νεομαρξιστικό. Το παράδοξο ή ιδιαίτερο της περίπτωσης του βρίσκεται στα τεράστια χρονικά και πολιτικά άλματα που κλήθηκε να κάνει και εν μέρει πέτυχε. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. συμπύκνωσε τον ιστορικό χρόνο και μέσα σε δυόμιση δεκαετίες ανέλαβε να διεκπεραιώσει και να επιβιώσει πολιτικών διεργασιών και σταδίων που τα άλλα ευρωπαϊκά συγγενή κόμματα χρειάστηκαν περίπου 80 έτη και δύο Παγκόσμιους Πολέμους. Στο ραντεβού με την Ιστορία, (βγαλμένο από το manual της πασοκικής ρητορικής) το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ανέλαβε να εκδημοκρατίσει θεσμούς και κοινωνικές δομές, να εκσυγχρονίσει τον κρατικό μηχανισμό, να αναζητήσει ανεξάρτητη “ελληνική” φωνή στο διεθνές σύστημα, να εσωτερικεύσει τον διεθνοποιημένο ρόλο της χώρας και κυρίως να ενσωματώσει τα μικρομεσαία στρώματα στον ευρωπαϊκό καπιταλισμό χωρίς να θίξει ή να αμφισβητήσει την προϊστάμενη πρωτοκαθεδρία της αστικής τάξης και του εγχώριου κεφαλαίου.
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. για να ανταπεξέλθει της ακροβασίας αυτής, ισορρόπησε μέχρι το τέλος της ηγεμονίας του σε πολιτικά δίπολα που σταδιακά και μάλλον ασυνείδητα αλλοίωσαν το πολιτικό dna του ή έστω το ανάγκασαν να παρεκκλίνει των θεμελιωδών προσδοκιών του. Ο ριζοσπαστισμός της πρώτης περιόδου, συμπεριλαμβανομένης της πρώτης κυβερνητικής εμπειρίας, συνδυάστηκε με μια άτσαλη συστημική προσαρμογή. Η ρήξη και η υπέρβαση του “παλιού” συναρθρώθηκε με την ενσωμάτωση των “μη προνομιούχων”. Το κίνημα που έγινε μαζικό κόμμα εξουσίας, σταδιακά έγινε “κράτος” ή στην καλύτερη “κυβέρνηση”. Οι περισσότεροι όσων επιτυχώς πολιτεύθηκαν υπό τις σοσιαλιστικές του αγκάλες, πήραν το τρένο της εξουσίας ή του κράτους και όταν κατέβηκαν από αυτό, αναζήτησαν διάφορους “-ισμούς” για να επιβιώσουν, να συγκαλυφθούν ή να αναβαπτιστούν.
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. άλλαξε τόσο καίρια την Ελλάδα και τον τρόπο που αυτοπροσδιορίζεται που εν τέλει άλλαξε και το ίδιο νομοτελειακά. Ενδεχομένως, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ως “τέκνο” του Π.Α.Κ. και των μεταπολεμικών χρόνων μέχρι τη δικτατορία υπήρξε τροχοπέδη της ίδιας της αναγέννησής του. Στο δεύτερο ιστορικό “ραντεβού” για το ίδιο και την χώρα ενόψει ευρωζώνης, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ανταποκρίθηκε μεν στα κελεύσματα της μεταψυχροπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας αλλά προσαρμόστηκε μόνο τύποις. Το φετίχ της εξουσίας απονεύρωσε το κόμμα σε απλό γραφειοκρατικό κέντρο κι όταν χρειάστηκε να ανακόψει τη “πλημμύρα” των μνημονίων το κόμμα βρέθηκε απλώς να είναι ένα think tank παγιωμένων μηχανισμών εξουσίας.
Πολύ πριν την “φωτιά” των μνημονίων, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. είχε επαληθεύσει την αυτοεκπληρούμενη προφητεία του Μιχάλη Χαραλαμπίδη στο Συνέδριο του κόμματος εν έτει 1996, πως το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ήταν ζήτημα ιστορικής προσόδου αγώνων του ελληνικού λαού προπολεμικά και έπειτα, που μετασχηματίστηκε σε κίνημα-κόμμα αλλά τελικώς καταναλώθηκε.
Κλείνοντας σκωπτικά το σημείωμα και με διάθεση σάτιρας, θα αφιέρωνα τους συγκεκριμένους στίχους του Γιάννη Μηλιώκα.
“πόσο άλλαξες, πόσο άλλαξα…ρούχα μαζί που πλύθηκαν και έχουν γίνει ροζ”.