Οι εκλογές του Ιουλίου 2019 και τα αποτελέσματά τους, μπορούν να ερμηνευθούν ως ένας προαναγγελθείς πολιτικός σταθμός της (μετά)μνημονιακής ιστορίας της χώρας. Ειδικότερα όμως για τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. λειτούργησαν ως επισφράγιση ή ως εκλογές “εμπέδωσης” της παρουσίας του στον αναγεννημένο αλλά ισχνό δικομματισμό. Ως εκλογές “εμπέδωσης” μπορούν να χαρακτηριστούν ευρύτερα για το ελληνικό κομματικό σύστημα καθότι πέραν της “σταθεροποίησης” του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ως ισχυρού πολιτικού παίκτη, παρατηρούμε μια επανευθυγράμμιση του κομματικού συστήματος στα πλαίσια ενός έστω και καχεκτικού δικομματισμού με την απουσία κάποια κυρίαρχης δύναμης/κόμματος. Με άλλα λόγια ύστερα από τις σεισμικές διπλές εκλογικές αναμετρήσεις του 2012, και την αποστοίχιση μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος από τα δύο παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, φαίνεται σαφώς μια εκ νέου στοίχιση προς τη Ν.Δ. και τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
Η ερμηνεία αυτή των τελευταίων βουλευτικών εκλογών, μπορεί να αποσαφηνιστεί καλύτερα με την συμβολή δύο συγκεκριμένων εργαλείων ανάλυσης ή οπτικής. Πρώτον, μια μακροσκοπική σάρωση του αποτελέσματος των εκλογών μέσω των γενικών τάσεων στην ελληνική πολιτική/κομματική σκηνή από την μεταπολίτευση και ύστερα και δεύτερον η θεώρηση του μέσω των τρεχουσών διεθνών τάσεων και δη των ευρωπαϊκών στα κομματικά συστήματα.
Ξεκινώντας από το τελευταίο, το ελληνικό παράδειγμα φαίνεται να επιβεβαιώνει ή να ταυτίζεται με την ευρωπαϊκή πορεία/τάση για μικρότερα “μεγάλα” κόμματα αφενός, ενώ παράλληλα ή ως αίτιο αυτού διατρέχει την ευρωπαϊκή ήπειρο μια πορεία αποσυσπείρωσης των παραδοσιακών κοινωνικών δικτύων (συνδικάτα κ.α.) και αποδυνάμωσης των κομματικών ταυτίσεων. Χαρακτηριστικό της ελληνικής περίπτωσης επ’ αυτού είναι πως τα νικηφόρα αποτελέσματα της Ν.Δ. στις τελευταίες εκλογές, σε αλλοτινές περιόδους αποτελούσαν ποσοστά ήττας για κάθε κόμμα στο ελληνικό κομματικό σύστημα της μεταπολιτευτικής περιόδου τουλάχιστον.
Επιπλέον, περισσότερο για τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και λιγότερο για τη Ν.Δ. διαφαίνεται, παρά τις διάφορες “διγλωσσίες” ή εσωτερικές αντιφάσεις, μια σταδιακή αποϊδεολογικοποίηση της ατζέντας και του πολιτικού ανταγωνισμού. Μια στροφή δηλαδή προς τα λεγόμενα Big Issues, πολιτικά διακυβεύματα (δήθεν) οικουμενικού ή έστω πανεθνικού χαρακτήρα (βλ. Κλιματική αλλαγή κ.α.) που δεν περιορίζονται από ιδεολογικούς φραξιονισμούς και αγκυλώσεις του παρελθόντος. Ταυτόχρονα και συμψηφισμένο με το παραπάνω είναι η αποδυνάμωση της κομματικής δομής των δύο σχηματισμών μετατρέποντας τα αργά αλλά σταθερά από κόμματα “οργάνωσης” σε κόμματα “προγραμμάτων”.
Τελευταίο αλλά ίσως όχι λιγότερο σημαντικό είναι το στοιχείο των τάσεων του εκλογικού σώματος σε μέση και μακρά διάρκεια, τουλάχιστον τα τελευταία 45 έτη. Η ξεκάθαρη πλειοψηφία των μη δεξιών δυνάμεων αθροιστικά σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης είναι ένα στοιχείο που θα έπρεπε να λάβουν σοβαρά υπόψιν και τα δύο κόμματα για διαφορετικούς λόγους το καθένα.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, ο αναγεννημένος ή νέος δικομματισμός, ήρθε για να μείνει, συρρικνωμένος σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν και πιο ισορροπημένος μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων λόγω της απουσίας κυριαρχίας ενός εκ των δύο συνιστωσών του κομματικού συστήματος. Τα όποια εργαλεία ανάλυσης ή θεωρητικά υποδείγματα δεν είναι ικανά να αποσαφηνίσουν ή να προβλέψουν τις εκλογικές μάχες ή την πορεία ενός κόμματος στην πολιτική αρένα. Οι ίδιοι οι πολιτικοί παίκτες με την παρεμβατικότητα και την διορατικότητα των κινήσεών τους είναι αυτοί που διαμορφώνουν την πορεία της ιστορίας και επαληθεύουν ή απορρίπτουν τις θεωρίες γύρω από αυτούς.