Έχοντας περάσει σχεδόν ισότιμο χρόνο στην αξιωματική αντιπολίτευση και στη κυβέρνηση ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ως ένας εκ των δύο “ισχυρών” πόλων του κομματικού εγχώριου συστήματος, δίνεται η ασφαλής χρονικά δυνατότητα να αποτιμηθούν  τόσο τα χαρακτηριστικά του έως τώρα όσο και μια συνοπτική ανασκόπηση της διαδρομής του.

Το κόμμα της Κουμουνδούρου έχοντας υπερβεί, εκών άκων, το οξύ πλαίσιο του “μνημόνιο-αντιμνημόνιο” με σχετικά μικρές απώλειες εκλογικά, κλήθηκε να αντιμετωπίσει κυρίως προς το τέλος της κυβερνητικής του θητείας την δημιουργία τόσο ενός ισχυρού αντί-σύριζα ρεύματος στην ελληνική κοινωνία όσο και ενός αντί-σύριζα μετώπου στο πολιτικό/κομματικό σύστημα.

Όσον αφορά το αντί-σύριζα ρεύμα, η “απομάγευση” του Αλέξη Τσίπρα και του κόμματος του από τη συνείδηση του εκλογικού σώματος ως κάτι φρέσκο και αντίθετο των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων άρχισε να συμβαίνει σταδιακά καθ’ όλη τη διάρκεια της κυβερνητικής του παρουσίας. Η “βιτρίνα” του νέου, του άφθαρτου και του “αναμάρτητου” άρχισε ολίγον κατ’ ολίγον να ραγίζει. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αποδοκιμάστηκε στις τελευταίες εθνικές εκλογές όχι μόνο για την διακυβερνητική του ικανότητα και αποτελεσματικότητα αλλά και για το ύφος του πολιτικού του προσωπικού σε πολλές στιγμές κατά τη διάρκεια των 4,5 ετών παραμονής του στην εξουσία. Ως εκ τούτου, πρόκειται για αντι-σύριζα ρεύμα με σαφέστερα τα πολιτικά χαρακτηριστικά αλλά ταυτόχρονα και αναδυόμενα πολιτισμικά στοιχεία διαφοροποίησης του.

Συγχρόνως, το αντί-σύριζα μέτωπο εντός του πολιτικού συστήματος πρόκειται για μια σχετικώς χαλαρή συστράτευση δυνάμεων εναντίον του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. με όχι και τόσο σαφή ομοιογένεια μεταξύ τους. Ωστόσο τα κυριότερα ενοποιητικά στοιχεία αυτού του ετερόκλητου μετώπου εντοπίζονται τόσο στην προοπτική ανάληψη της εξουσίας όσο και στην σύμπνοια γύρω από την περιώνυμη ατζέντα “νόμος και τάξη”. Το αντί-σύριζα μέτωπο λειτούργησε στα πλαίσια ανατροφοδότησης με τα αντί-σύριζα ανακλαστικά που καλλιεργούνταν στην ελληνική κοινωνία. Ως γεγονός πλέον , η Ν.Δ. πρωτοστάτησε και αποκόμισε εν τέλει τα μεγαλύτερα εκλογικά οφέλη από την ύπαρξη αυτού του μετώπου στις εκλογές του Ιουλίου 2019.

Η αντίδραση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά στην συνύπαρξη των παραπάνω παραγόντων, ήταν μια μάλλον ενστικτώδης, ρηχή και επιφανειακή πορεία σοσιαλδημοκρατικοποίησης του. Η πορεία αυτή ερμηνεύτηκε και εν πολλοίς εφαρμόστηκε από την ηγετική ομάδα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. τόσο με όρους διεύρυνσης στο εκλογικό σώμα όσο και με όρους πολιτικής μετατόπισης των θέσεων του χωρίς όμως να έχει προηγηθεί μια θεωρητική ή/και πολιτική προετοιμασία εντός του ίδιου του κόμματος. Ως αποτέλεσμα ήταν αρρυθμίες και παραφωνίες στην κοινοβουλευτική του ομάδα και εντός των κομματικών οργάνων και των πολιτικών συνιστωσών που το ορίζουν μέχρι και σήμερα. Ανασταλτικός παράγοντας για την ασφαλή μετάβαση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. προς τη νέα του ταυτότητα υπήρξε και συνεχίζει να υφίστανται ως σήμερα η σκανδαλωδώς χαμηλή κοινωνική δικτύωσή του. Η ισχνή παρουσία του εντός παραδοσιακών κοινωνικοπολιτικών δικτύων όπως οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και η αυτοδιοίκηση ταυτόχρονα με την πολιτική απομόνωση του που συνεχίζεται και ως αξιωματική αντιπολίτευση ανατροφοδοτούν το κλίμα προβληματισμού και αμηχανίας εντός των τειχών.

Ο Αλέξης Τσίπρας με το κόμμα τους βρίσκεται ενώπιον  ενός πολιτικού καθρέφτη αντικρίζοντας ένα κόμμα εξουσίας με όρους σχεδόν εμπεδωμένου δικομματισμού, που αντιμάχεται ακόμη την εκούσια μετάλλαξη του, έστω και πρόχειρη σε κόμμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας ενώ απαγκιστρώνεται νομοτελειακά από πολιτικές πρακτικές και λόγους αντιμνημονίου και ελάσσονος αντιπολίτευσης.

 

Συντάκτης: Γιάννης Μαρινάκης