Θα σκεφτόταν εύλογα κανείς πως οι τελευταίες εξελίξεις στον Ινδικό-Ειρηνικό Ωκεανό, μετά την συγκρότηση της AUKUS, της πλέον πολυσυζητημένης συμφωνίας η οποία σχηματίστηκε την 15η Σεπτέμβρη, ενδεχομένως να επηρεάσουν τον συσχετισμό δυνάμεων στην περιοχή και γιατί όχι να ανατρέψουν πολλά από τα δεδομένα που γνωρίζαμε έως τώρα σχετικά με τις δυνατότητες και τις βλέψεις του αγγλοσαξωνικού άξονα. Οι σχέσεις των υπερδυνάμεων είναι άλλωστε ήδη τεταμένες την τελευταία περίοδο και μετά την εν λόγω εξέλιξη δεν φαίνεται πως η κατάσταση ομαλοποιείται.
Ουσιαστικά, μέσω της συμφωνίας “AUKUS” προβλέπεται η στρατιωτική συνεργασία της Αυστραλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών. Στη διεθνή κοινότητα δίνεται ο όρος «σύμφωνο ασφαλείας» και με αυτό το τρόπο η Αυστραλία θα λάβει βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο ώστε να αποκτήσει την τεχνολογία και τη δυνατότητα της ανάπτυξης πυρηνοκίνητων υποβρυχίων. Είναι ένας νέος σημαντικός παράγοντας που πρέπει να λάβουμε υπόψη καθώς οι αγγλόφωνες δυνάμεις στρέφονται αρχικά στην εδραίωσή τους στην περιοχή μέσω της αμυντικής ενίσχυσης της Αυστραλίας και ταυτόχρονα στον περιορισμό του κινεζικού μαξιμαλισμού, παρ’όλο που δεν αναφέρθηκε ευθέως κάτι αντίστοιχο από πρωθυπουργό των προαναφερθέντων δυνάμεων.
Το κλίμα βαραίνει ακόμη περισσότερο εξαιτίας της πλήρους παράκαμψης των Ευρωπαϊκών δυνάμεων από μία τόσο μείζονος σημασίας συμφωνία. Αυτό σημαίνει πως η συνεργασία των τριών φαίνεται να «κλείδωσε» τον περασμένο Ιούνιο στη Σύνοδο Κορυφής των G7, που πραγματοποιήθηκε στην Κορνουάλη, πίσω από την πλάτη των Ευρωπαίων. Είναι ακόμη πιο φανερό ότι το AUKUS δεν σχηματίστηκε με γνώμονα τη ρεαλιστική οπτική του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων αλλά μάλλον με την ψευδαίσθηση της αμερικανικής παντοκρατορίας. Η σχέση Αμερικής-Κίνας υπο την πρεδρία του Ντόναλτν Τραμπ είχε ήδη επιδεινωθεί τα προηγούμενα χρόνια και δεν φαίνεται να βελτιώνεται με την στρατηγική του Τζο Μπάιντεν.
Ίσως, η συμφωνία να στηρίζεται σε δύο πυλώνες και ο Μπάιντεν να ακολουθεί πολιτική μετεξελικτική. Ο πρώτος πυλώνας θα μπορούσε να είναι το “Asia Pivot” του προέδρου Ομπάμα, μια στρατηγική που είχε επίκεντρο την Ανατολική Ασία -την περίοδο 2009-2017- και στόχευε στην εμβάθυνση των σχέσεων με αναδυόμενες δυνάμεις και στη δημιουργία ευρείας στρατιωτικής παρουσίας. Τότε βέβαια, υπήρχε διαφορετική αντιμετώπιση στην ολοένα και περισσότερο αναδυόμενη Κίνα αν θυμηθούμε την ομιλία της υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Χίλαρι Κλίντον(2009) που υποστήριξε πως ΗΠΑ και Κίνα μπορούν να εκμεταλλευτούν από κοινού τις επιτυχίες τους και να ενισχυθούν δια της συνεργασίας. Ωστόσο, καθώς η Κίνα τα τελευταία χρόνια ενισχύει την προβολή της δύναμης και επιρροής της στην ευρύτερη περιοχή και εν συνεχεία εκτοξεύοντας απειλές -για παράδειγμα κατά της Ταϊβάν- είναι φυσικό επακόλουθο να δέχεται την απάντηση των ΗΠΑ με τη χρήση ισχυρών αποτρεπτικών μέσων, όπως εύκολα δύναται να χαρακτηρισθεί η AUKUS.
Ο δέυτερος πυλώνας είναι πιθανόν η QUAD, μία τετραμερής γεωπολιτική συσπείρωση, έργο του Ιάπωνα πρωθυπουργού Άμπε (2007,2017). Μέσω του διαλόγου ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ινδία, την Ιαπωνία και την Αυστραλία επιχειρήθηκε να δoθεί μία απάντηση στην αυξημένη κινεζική στρατιωτική και οικονομική δύναμη με στρατιωτική και διπλωματική διευθέτηση. Βασικός στόχος: ένας ανοικτός και ελεύθερος Ινδικός-Ειρηνικός Ωκεανός και μία θάλασσα βασισμένη στην τάξη. Το ερώτημα όμως που προκύπτει, και ίσως το πιο σημαντικό, είναι κατά πόσο η AUKUS θα έχει ουσιαστικό ρόλο στην προσπάθεια ανάσχεσης της Κίνας.
Πρόκειται για μία συγκυριακή και βιαστική συμφωνία. Οι ΗΠΑ προέρχονται από μία περίσταση κατά την οποία προσπαθούν να καλύψουν το «χαμένο έδαφος» του Αφγανιστάν, μετά την αποχώρηση από αυτό και πολύ πιθανόν μέσω της AUKUS να θέλουν να προλάβουν δυνητικούς «αντιπάλους» να λάβουν αποφάσεις εις βάρος τους. Φαίνεται πως δεν υπολόγισαν την Ευρωπαϊκή κατακραυγή που θα δεχόντουσαν και τις πιθανές συνέπειες που έπονται με πρωτεργάτη τη Γαλλία. Ήδη ο υπουργός εξωτερικών της Γαλλίας είναι στα πρόθυρα σύναψης συμφωνίας με τον Ινδό ομόλογό του στο όνομα «μιας πραγματικά πολυμερούς διεθνής τάξης». Αλλά και συνολικά ως Ευρώπη, ξεκινούν να επανεξετάζουν το ζήτημα της στρατηγικής αυτονομίας, δηλαδή την ικανότητα να ενεργεί η ΕΕ μόνη της χωρίς την εξάρτηση από άλλες χώρες. Δεν θα έπρεπε να περνά απαρατήρητο το γεγονός ότι το άθροισμα των αμυντικών δαπανών της ΕΕ ξεπερνά το αντίστοιχο των χωρών Ρωσίας και Κίνας.
Από την άλλη, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί την στάση της Κίνας απέναντι σε μία συμφωνία όπως η AUKUS. Ειδικά όταν υπάρχουν δυνάμεις στο πλευρό της με το μέγεθος της Ρωσίας. Οι ΗΠΑ σε τελική ανάλυση, λαμβάνουν μέτρα απέναντι στην συνεργασία των πανίσχυρων ρωσικών ενόπλων δυνάμεων και τον οικονομικό και πληθυσμιακό όγκο της Κίνας. Αξίζει όμως να θυμηθούμε και τη ρήση John F. Kennedy που θα μπορούσε να συσχετιστεί με την τωρινή αμερικανική πολιτική: “Δεν θα πρέπει να διαπραγματευόμαστε από φόβο. Αλλά να μην φοβόμαστε να διαπραγματευόμαστε”.