Η Ελληνική Εξωτερική πολιτική το τελευταίο διάστημα φαίνεται να διαμορφώνεται έκδηλα και αποφασιστικά προς μία κατεύθυνση: τη διευθέτηση ζητημάτων δια της διπλωματικής οδού. Ξεκινώντας από τη Συμφωνία που υπογράφηκε στις 9.6.2020 μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, με αντικείμενο την οριοθέτηση των αντίστοιχων Θαλασσίων Ζωνών, η Ελληνική Κυβέρνηση καταφέρνει και κλείνει κάποια από τα «ανοιχτά μέτωπα» στην Αν. Μεσόγειο, επικαλούμενη πάντοτε το δίκαιο της θάλασσας. Μία συμφωνία που διευρύνει το «οπτικό» πεδίο της ελληνικής πλευράς στο Ιόνιο, οριοθετώντας τις θαλάσσιες ζώνες και ενισχύοντας το αίσθημα της σταθερότητας στην εν λόγω περιοχή.
Είναι αυταπόδεικτο το γεγονός ότι στην Αν. Μεσόγειο όλα τα κράτη αρχίζουν, νόμιμα ή και όχι, να «κλειδώνουν» τις θαλάσσιες ζώνες τους και να αναζητούν περαιτέρω συμφωνίες. Δεν θα αναφερθούμε προφανώς στο -ευρέως χαρακτηριζόμενο ως αβάσιμο- Μνημόνιο Τουρκίας-Λιβύης το οποίο καταπατά κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων κρατών, δεδομένου ότι τα δυο αυτά κράτη δεν κατέχουν απέναντι ακτές και ως εκ τούτου δεν έχουν το δικαίωμα οριοθέτησης θαλάσσιας ζώνης μεταξύ τους. Κυρίως αξίζει να δοθεί έμφαση στην συμφωνία «αντίμετρο» του προαναφερθέντος μνημονίου. Μία συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ της Ελλάδας και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου για την οριοθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης τους στις 6.8.2020. Με την τελευταία γίνεται πλέον ακόμη πιο ξεκάθαρη η θέση της Ελλάδας όσον αφορά τις βλέψεις της αλλά και ο τρόπος διεκδίκησής τους, υπενθυμίζοντας για ακόμη μία φορά τις αρχές και τους σκοπούς του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Έχοντας ως αφετηρία την επίγνωση της αναγκαιότητας οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης τα δύο Μέρη συμφώνησαν σε μία μέση γραμμή, δείχνοντας ταυτόχρονα προθυμία συνεκμετάλλευσης πιθανών φυσικών πόρων στην περιοχή.
Θα μπορούσαν δικαιολογημένα οι παραπάνω συμφωνίες της Ελλάδας κατά την αξιολόγησή τους να θεωρήθηκαν αργοπορημένες και ειδικότερα όσον αφορά την συμφωνία με την Αίγυπτο να μην επέφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αυτό προκύπτει κυρίως από το γεγονός ότι η οριοθέτηση δεν συμπίπτει ακριβώς στη μέση γραμμή μεταξύ Αιγύπτου και Ελλάδας αλλά σε ένα ποσοστό δικαιοδοσίας 56% έναντι 44% των παραπάνω κρατών αντίστοιχα. Παρόλα αυτά πρόκειται για ένα σημαντικό βήμα το οποίο δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εφησυχάσει την ελληνική πλευρά και να θεωρηθεί ως μία νίκη απέναντι στην Τουρκία. Οι εξελίξεις άλλωστε, ειδικά μετά την περίοδο του περασμένου Αυγούστου, δείχνουν ότι όλα μπορούν να ανατραπούν και να οδηγηθούμε σε ευθεία αντιπαράθεση ανά πάσα στιγμή.
Κρατώντας όλα τα παραπάνω, προκύπτουν τα εξής: Πρώτον πως η μόνη λογική οδός είναι ο διάλογος. Και ερχόμενοι πλέον στον 62ο κύκλο διερευνητικών επαφών με την Τουρκία το πιο θετικό γεγονός είναι πως η κατάσταση έχει αποκλιμακωθεί αρκετά και κατ’ επέκταση Ελλάδα και Τουρκία μπορούν να ηγηθούν στην επαναπροσέγγιση στην «προβληματική» Ανατολική Μεσόγειο. Δεύτερον, ότι υπάρχουν αρκετά διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα. Με πρώτο και κυριότερο, τη διεθνή πολιτική στήριξη που απολαμβάνει η ελληνική πλευρά έχοντας με το μέρος της το Δίκαιο της Θάλασσας. Έπειτα, πως ξέρει να διαχειρίζεται με τον καλύτερο τρόπο δύσκολες καταστάσεις και προκλήσεις της γειτονικής Τουρκίας και τέλος πως έχει διάθεση να λύσει κάθε της διένεξη μέσω συμφωνιών, δείχνοντας την σταθερή της προσήλωση στην εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, όπως αναφερθήκαμε στις περιπτώσεις Ιταλίας και Αιγύπτου. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την ερχόμενη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τις πιθανές αποφάσεις-κυρώσεις για την Τουρκία, θέτουν τις βάσεις για έναν πιο υγιή και εποικοδομητικό διάλογο με προϋποθέσεις, τις οποίες καλείται η Άγκυρα να σεβαστεί και να συνδράμει επιτέλους -θετικά- στη διεθνή πολιτική σκηνή. Ίσως αυτό το διάστημα κοντά στη σύνοδο της 25ης Μαρτίου στις Βρυξέλλες, να αποτελεί την «αχίλλειο πτέρνα» της ανεπηρέαστης -έως τώρα- Τουρκικής Εξωτερικής πολιτικής, τώρα που ο Ταγίπ Ερντογάν ξεκίνησε να εξαγγέλλει δράσεις περί της ελευθερίας έκφρασης και το κράτος δικαίου στο εσωτερικό.