Από τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια μέχρι την δεύτερη περίοδο Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο Θοδωρής Καραθανάσης αναλύει.
Στο συγκεκριμένο άρθρο θα προσπαθήσουμε να αποσαφηνίσουμε την ιδεολογική και οργανωτική εξέλιξη της Δεξιάς καθώς και τους λόγους που οδήγησαν στις διάφορες μετατοπίσεις της, από το μετεμφυλιακό ελληνικό κομματικό σύστημα μέχρι την πρώτη της ήττα στις εκλογές του 1981 (α’ μέρος). Ορόσημο θα αποτελέσει η ίδρυση της ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση) χωρίς να παραλείπεται ο σημαντικός ρόλος των προκάτοχων κομμάτων της Δεξιάς, τόσο του Λαϊκού κόμματος όσο και του Ελληνικού Συναγερμού κατά τα οποία βρήκε στήριγμα η ΕΡΕ. Ωστόσο, η τελευταία είναι αυτή που θα προσδιορίσει καλύτερα την ιδεολογική πορεία της σύγχρονης Δεξιάς λειτουργώντας ως προθάλαμος γέννησης της Νέα Δημοκρατίας.
Τα πρώτα χρόνια της μετεμφυλιακής Ελλάδας χαρακτηριζόταν από ένα κλίμα έντονου αντικομμουνισμού μέσα από το οποίο οι κυβερνήσεις κομμάτων δεν είχαν ως πρωταρχικό μέλημα την ανασυγκρότηση της κοινωνίας, με ό,τι συνεπάγεται αυτό, αλλά την εξάλειψη κάθε είδους κομμουνιστικού στοιχείου. Από νωρίς ακόμη, το Λαϊκό Κόμμα με επικεφαλής τον Παναγή Τσαλδάρη, αναδείχθηκε το μεγαλύτερο συμπαγές κόμμα της δεξιάς πτέρυγας που εξέφραζε την παραδοσιακή και συντηρητική τάξη υπερασπιζόμενο το τρίπτυχο “πατρίς-βασιλεία-θρησκεία”. Γρήγορα όμως το κόμμα φάνηκε αδύναμο να ανταποκριθεί στις μεταπολεμικές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας λαού, καίτοι οδηγήθηκε σε πολιτικό μαρασμό. Το πολιτικό κενό της συγκεκριμένης πτέρυγας ήρθε να καλύψει ο Ελληνικός Συναγερμός ο οποίος και παρέμεινε μέχρι το 1955, κερδίζοντας τις εκλογές του 1952 με μεγάλη πλειοψηφία. Χαρακτηριζόταν κυρίως από τον αντικομουνιστικό του λόγο, ενώ πρόβαλε την σταθερότητα και την εθνική ενότητα με αρχηγό του κόμματος τον στρατάρχη Παπάγο, μία ισχυρή προσωπικότητα με στρατιωτικό κύρος. Επί της ουσίας, το κόμμα αποτέλεσε προσπάθεια ενοποίησης της συντηρητικής παράταξης. Σύντομα όμως, ο θάνατος του Παπάγου άφησε το κόμμα χωρίς ικανό αρχηγό κάτι που οδήγησε στην διάλυσή του, επιβεβαιώνοντας τον προσωποπαγή χαρακτήρα του κόμματος.
Με εντολή του βασιλιά Παύλου, όντας ακόμη σημαντικό πρόσωπο στο εγχώριο πολιτικό σύστημα, επέλεξε ως διάδοχο του Παπάγου, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Αν και δεν προερχόταν από την πολιτική ελίτ της εποχής ήταν γνωστός για την αφοσίωσή του στο υπουργείο Δημοσίων έργων. Ο ικανός αυτός Μακεδόνας πολιτικός, έμελλε να αναλάβει τα ηνία της παράταξης, αφού ανασχημάτισε τον Ελληνικό Συναγερμό και ίδρυσε την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (Ε.Ρ.Ε.). Με αυτόν το σχήμα κατήλθε και στις εθνικές εκλογές του 1956, τις πρώτες με δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες.
“Επί της ουσίας, ο ιδεολογικός προσανατολισμός του Καραμανλή ήταν σαφής, με πρωταρχικό σκοπό την εξάλειψη ενός εσωτερικού κινδύνου που δεν ήταν παρά η αναβίωση-αποσταθεροποίηση από την κομμουνιστική παράταξη.”
Όσον αφορά το κοινωνικό πρόγραμμα, παρότι συνδυάστηκε κυρίως με της οικονομική ανάπτυξη, δόθηκε έμφαση στην αύξηση της απασχόλησης, στην κοινωνική ασφάλιση με την επέκτασή της μέσω του ΙΚΑ και άλλων ασφαλιστικών ταμείων, ενώ ενισχύθηκαν και τα αγροτικά ιατρεία. Επιπλέον, βελτίωσε το βιοτικό επίπεδο των πολιτών με τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση σε σχολεία μέσω κυρίως των μεταρρυθμίσεών του με στόχο την δωρεάν και υποχρεωτική εκπαίδευση των έξι ετών. Υποστήριζε την κρατική παρέμβαση κυρίως σε ό,τι είχε να κάνει με δημόσιες δαπάνες για την υλοποίηση σημαντικών δημοσίων έργων, ωστόσο ήταν υποστηρικτής της ιδιωτικής πρωτοβουλίας ως μέρος της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Οποιεσδήποτε ενέργειες ακολουθούσε το πρόγραμμα κοινωνικής πολιτικής έπρεπε σαφώς να γίνεται με γνώμονα την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων. Οξύμωρο θα μπορούσε να πει κανένας, ήταν το γεγονός πως ενώ εστίασε στην αγροτική παραγωγή με σκοπό τις εξαγωγές, εμπόδιο στις επιδιώξεις του φάνηκε να στάθηκαν οι ΗΠΑ, ασκώντας στην ουσία έναν έλεγχο και περιορισμό της αγροτικής παραγωγής (κυρίως αποφυγή μεγάλων καλλιεργειών όπως σταφίδα, έλαιο) ώστε να μην διαταράξει τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές.
Στην εξωτερική πολιτική, όπως προαναφέρθηκε το κόμμα της ΕΡΕ ήταν υποστηρικτής της βορειοατλαντικής συμμαχίας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε οι συνεργασίες και οι συχνές επικοινωνίες με την Δύση ήδη αφού είχε τεθεί το Κυπριακό ζήτημα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Το αποτέλεσμα που ήδη γνωρίζουμε, έφερε και τις αντίστοιχες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης περί ανάμειξης των ΗΠΑ σε θέματα σημαντικών αποφάσεων για την χώρα. Ταυτόχρονα, η ισχυρή παρουσία ξένων δυνάμεων ήρθε και πάλι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όταν για ακόμη μία φορά, κόμματα της αντιπολίτευσης ισχυριζόταν πως είχε εφαρμοσθεί ένα σχέδιο του ΝΑΤΟ που προοριζόταν να αποκλείσει τυχόν εσωτερικές απειλές ή αμφισβητήσεις της εσωτερικής πολιτικής της Δεξιάς, το περίφημο «σχέδιο Περικλής». Τούτο το γεγονός ενίσχυσε περισσότερο την εικόνα για τις επαφές την ελληνικής κυβέρνησης με την Δύση, ενώ αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός πως με την κυβέρνηση Καραμανλή υπογράφτηκε συμφωνία σύνδεσης της ΕΟΚ όπου και το 1981 η Ελλάδα εντάχθηκε πλήρως. Πρόκειται για μία συμφωνία οικονομική, καθώς προοριζόταν η μείωση ελέγχου στις εισαγωγές και η προσπάθεια τόνωσης της ανταγωνιστικότητας, αλλά και πολιτική, καθιστώντας την χώρα προσδεμένη με την δυτική Συμμαχία. Εν αντιθέσει με την Δύση, η Ελλάδα κρατούσε επιφυλάξεις στις επαφές της με τις χώρες του ανατολικού μπλοκ αν και από νωρίς δημιούργησε έναν δίαυλο επικοινωνίας κυρίως με διπλωματικές προσεγγίσεις ακόμη και με την Σοβιετική Ένωση, ενώ έγιναν και επισκέψεις εμπορικών αντιπροσωπιών. Αδιαμφισβήτητα, διατηρήθηκαν οι καλές σχέσεις της Ελλάδας με τις αραβικές χώρες, τονίζοντας την σημασία τον εμπορικών συναλλαγών ειδικά σε θέματα αγροτικών εξαγωγών.
Τέλος, η οικονομική πολιτική της ΕΡΕ χαρακτηριζόταν κυρίως από την νομισματική σταθερότητα και την αύξηση των επενδύσεων για την ανάπτυξη έργων υποδομής. Προτεραιότητα πέραν της υποστήριξης της βιομηχανικής παραγωγής, τέθηκε η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων καθώς και η χρηματοδότηση των αγροτικών κλάδων ώστε να επιτευχθεί η αναδιάρθρωση των αγροτικών καλλιεργειών. Στόχος επίσης ήταν η αύξηση της απασχόλησης και της παραγωγικότητας με αποτέλεσμα να τεθούν και αυστηρότερα μέτρα στους εργαζομένους.
Ως προς την συγκρότηση του κόμματος υπήρχαν περιφερειακές οργανώσεις και προσπάθειες μαζικοποίησης, ωστόσο τελικά ο αρχηγός του κόμματος ήταν ο τελικός ελεγκτής των οργανώσεων όσο και οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί που βρισκόταν σε επαφή με τις κρατικές υπηρεσίες απ’ όπου διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην λήψη των αποφάσεων. Στήριξη βρίσκει το κόμμα και στην νεολαία με την ίδρυση της ΕΡΕΝ ενώ και η ΕΚΟΦ (Εθνική Κοινωνική Οργάνωση Φοιτητών) αποτελούσε άτυπα δίκτυο στήριξης της παράταξης. Γενικότερα το κόμμα προσέλκυσε ψηφοφόρους αγροτικού πληθυσμού, ανθρώπους μεσο-αστικών στρωμάτων κυρίως νεόπλουτους, μεγάλο μέρος των σωμάτων ασφαλείας και ενόπλων δυνάμεων, άτομα συνδεδεμένα με δημοσιοϋπαλληλικά καθήκοντα και ένα μεγάλο μέρος ανθρώπων του λεγόμενου «στοιχείου παρακράτους».
Οι κακές συνθήκες, η μη πραγματοποίηση κάποιων υποσχέσεων αλλά και η έντονη αντικομουνιστική του πολιτική δυσαρέστησαν τον λαό, μέχρι που στα τέλη της δεκαετίας του 50’ , αναδυόμενα κόμματα του Κέντρου αλλά και της Αριστεράς κατέστησαν την πολιτική συνέχεια τόσο του κόμματος της ΕΡΕ όσο και του αρχηγού της ιδιαίτερα δύσκολη. Κομβικό σημείο υπήρξαν οι εκλογές του 61’ που χαρακτηρίστηκαν από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, προεξάρχοντος της Ένωσης Κέντρου ως εκλογές βίας και νοθείας με αποτέλεσμα να ξεκινήσει ο λεγόμενος «Ανένδοτος Αγώνας» . Ένας αγώνας κυρίως κοινωνικός αλλά και πολιτικός με στόχο την ανατροπή της Δεξιάς κηδεμονίας κάτι που οδήγησε στην πρωτοκαθεδρία του Κέντρου για λίγα χρόνια και την έξωση του Καραμανλή από την χώρα το 1963.
Γενικότερα θα μπορούσαμε να πούμε πως το έργο του Καραμανλή ήταν ιδιαίτερα δύσκολο κατά τα χρόνια της θητείας του αφού κλήθηκε να αντιμετωπίσει μία ισορροπία ανάμεσα στην αναγκαιότητα του θεσμικού εκσυγχρονισμού και στους περιορισμούς που έθετε το Παλάτι και ο Στρατός.
Κομβικό σημείο υπήρξαν οι εκλογές του 1961 που χαρακτηρίστηκαν από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, προεξάρχοντος της Ένωσης Κέντρου ως εκλογές βίας και νοθείας με αποτέλεσμα να ξεκινήσει ο λεγόμενος «Ανένδοτος Αγώνας».
Με την κατάρρευση της δικτατορίας των Συνταγματαρχών το 1974, σηματοδοτήθηκε μία από τις σημαντικότερες εποχές για την σύγχρονη νεοελληνική ιστορία, σύμφωνα και με πολλούς πολιτικούς επιστήμονες. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο σήμανε πρώτον την βαθιά κρίση του στρατού να αντιμετωπίσει ζητήματα εδαφικής ακεραιότητας της χώρας με αποτέλεσμα να χάνεται η ιδεολογική του αξιοπιστία και δεύτερον η ανάγκη αντιδικτατορικών αισθημάτων του λαού που νοηματοδοτήθηκε ως κινητήριο όχημα εγκαθίδρυσης κοινοβουλευτικών θεσμών. Μέσα από αυτό το πλαίσιο δημιουργήθηκε το πολιτικό κενό εξουσίας και η μεγάλη αντίθεση μεταξύ της «τομής» και της «συνέχειας». Στην ουσία η «τομή» αφορά την ρήξη του παλιού καθεστώτος και την εγκαθίδρυση θεσμικών – κοινοβουλευτικών θεσμών, ενώ η «συνέχεια» υποστηριζόταν περισσότερο από τα μέσα του στρατού. Έτσι, ενώ έγιναν συζητήσεις και προσπάθειες για ανάληψη της ηγεσίας από πιο ήπιους ή μετριόφρονες πολιτικούς όπως τον Π. Κανελλόπουλο, η απόφαση αυτή θεωρήθηκε πως θα έφερνε έντονες αντιδράσεις στο πολιτικό προσκήνιο καθώς θα επικρατούσε μία πιο δημοκρατική και φιλελεύθερη λύση που οι συγκυρίες όμως δεν επέτρεπαν.
“Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο σήμανε την βαθιά κρίση του στρατού να αντιμετωπίσει ζητήματα εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.”
Επακολούθως, η ικανότατη προσωπικότητα που έμελλε να βρει ισορροπία ανάμεσα στην διεκδίκηση των αιτημάτων του λαού και στο στράτευμα ως οι βασικοί υποστηρικτές της “συνέχειας”, ήταν για ακόμη μία φορά ο Κ. Καραμανλής ως ηγέτης της προδικτατορικής ΕΡΕ. Η κοινή γνώμη αλλά και πολλοί αναλυτές, ακόμη και στις μέρες μας τον χαρακτηρίζουν ως «deus machina» ως δηλαδή «από μηχανής Θεός» που βρήκε την «χρυσή τομή» με συνέπεια να αποκαταστήσει την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία και να εδραιώσει σημαντικά επιτεύγματα στην θητεία του, μέχρι και το 1980 που μετακόμισε οριστικά στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Με τις πρώτες νόμιμες- θεσμοποιημένες εκλογές του 1974 και την επικράτηση της «τομής» υπό την νίκη Καραμανλή, ο τελευταίος αποφάσισε να ιδρύσει ένα ξεχωριστό, νέο κόμμα με την ονομασία Νέα Δημοκρατία. Ο λόγος έγκειται στο γεγονός πως επιδίωκε να αποστασιοποιηθεί από το ιδεολογικό παρελθόν της Δεξιάς, καθώς τόσο η εθνικοφροσύνη όσο και ο μοναρχισμός είχαν απαξιωθεί εξαιτίας της δικτατορικής εμπειρίας. Πλέον ο ιδεολογικός του προσανατολισμός κατευθυνόταν σε ένα σχήμα ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού με περιοριστικές αναφορές στον όρο Δεξιά.
Καίριας σημασίας για την ιδεολογική κατανόηση του κόμματος είναι η θέσπιση και η ψήφιση του Συντάγματος το 1975. Διά μέσω αυτού, θεμελιώνεται ο εκδημοκρατισμός της χώρας που εμπεριέχει δύο στοιχεία: την μετάβαση και την εδραίωση. Η περίοδος Καραμανλή πετυχαίνει την μετάβαση προς την δημοκρατία με σημαντικούς κοινωνικοπολιτικούς παράγοντες. Ένας από τους βασικότερους δεν θα μπορούσαν να ήταν το η πολιτειακή αλλαγή σε αβασίλευτο δημοκρατία. Επιπρόσθετα, έγιναν προσπάθειες υπό αυτήν την κυβέρνηση για μία πρωτοφανή εμπέδωση Κράτους Δικαίου με την απόδοση δικαιωμάτων, περισσότερο τυπικής σημασίας με σκοπό να είναι εμφανής η διαχωριστική γραμμή μεταξύ παρελθόντος – παρόντος ενώ όπως επισημάνθηκε και νωρίτερα, διεξήχθησαν οι πρώτες ελεύθερες εκλογές. Ακόμη, μείζονος σημασίας ήταν η επιλογή νομιμοποίησης του ΚΚΕ με στόχο έστω τυπικά, να καλύπτεται όλο το ιδεολογικοπολιτικό φάσμα. Ωστόσο, ιδιαίτερα κατά την δεύτερη θητεία του 1977-1980), κύριος φόβος του ήταν η αναβίωση των κομμουνιστών όπου θα προκαλούσαν τεράστιες αναταράξεις. Για αυτόν τον λόγο τόσο ο ίδιος όσο και το κόμμα του κρατούσαν τις απαραίτητες επιφυλάξεις.
Στην οικονομία, παρότι επιχειρήθηκε ένα πρώτο πείραμα φιλελευθερισμού κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, με σταδιακή επέκταση και απελευθέρωση της αγοράς, διατήρησε έναν σημαντικό βαθμό κρατικού παρεμβατισμού. Η οικονομική στρατηγική του Καραμανλή αναφερόταν στην επιλογή ορισμένων ιδιωτικών επιχειρήσεων – τραπεζών να τις μετατρέψει σε κρατικές. Στόχος του ήταν η αύξηση της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα, μειώνοντας με αυτόν τον τρόπο την ανεργία. Αναπτύχθηκαν υποδομές και αξιολογήθηκαν κάποιες δημόσιες επενδύσεις. Παρότι δεν ήταν μία σαφής γενική πολιτική αλλά επιλεκτική , μέσα από αυτό το πρίσμα μπορούμε να καταλάβουμε πως στην ουσία καταργείται η πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας.
Στις εξωτερικές σχέσεις, εφάρμοζε μια πολυδιάστατη πολιτική αλλά με σαφή προσήλωση προς την Δύση ώστε να επιτευχθεί η ασφάλεια αλλά και η ενίσχυση διεθνών συμμαχιών μέσω της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Δεν κρυβόταν επίσης η έντονη επιθυμία του κόμματος να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), επιθυμία περισσότερο πολιτική παρά οικονομική. Μέσω της Ένωσης επικρατούσε περισσότερο το αίσθημα «ασφάλειας» και διατήρησης της δημοκρατίας. Ωστόσο, ο Καραμανλής δεν δίστασε να αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, γεγονός που ερμηνεύτηκε ως πολιτική πράξη καταγγελίας της στάσης των Συμμάχων στα τραγικά γεγονότα του καλοκαιριού του 1974. Τέλος, η παράταξη δεν έπαψε να διατηρεί ισχυρούς εμπορικούς δεσμούς με Ανατολικές χώρες καθώς σημειώνεται και η πρώτη επίσκεψη Έλληνα υπουργού Εξωτερικών στην Μόσχα.
Όσον αφορά την οργανωτική συγκρότηση της Νέας Δημοκρατίας κατά τα χρόνια 1974-1981 υπάρχουν δύο φάσεις. Η πρώτη μέχρι το 1977 χαρακτηρίζεται από την φάση της οργάνωσης και της συγκρότησης του κόμματος με τις κεντρικές και περιφερειακές δομές. Υπάρχει η λογική οργάνωσης από τα πάνω προς τα κάτω αφού και το καταστατικό του κόμματος είναι αρκετά προσωποπαγές. Πολύ γρήγορα όμως η πίεση από τα κάτω σε συνδυασμό με την ίδρυση της ΟΝΝΕΔ το 1974 και της ΔΑΠ το 1975 δείχνουν την ανάγκη μαζικοποίησης του κόμματος. Στην δεύτερη φάση μέχρι το 1981, που χαρακτηρίζεται από την εκκίνηση της μαζικοποίησης με την διοργάνωση του πρώτου συνεδρίου της Νέας Δημοκρατίας να είναι γεγονός. Δημιουργούνται περιφερειακές, συνοικιακές και κλαδικές οργανώσεις που σταδιακά διαδραματίζουν σημαντικότερο ρόλο στην επικοινωνία του κόμματος ενώ ταυτόχρονα οι ΟΝΝΕΔ και η ΔΑΠ αυξάνουν τα εγγεγραμμένα μέλη τους. Η κοινοβουλευτική ομάδα εκλέγει πλέον τον πρόεδρο όπου ο πρόεδρος αντικαθιστά το παλαιό-χρονικό αξίωμα του «αρχηγού». Πολύ σύντομα όμως ο πρόεδρος θα επιλέξει να χαράξει διαφορετική πολιτική καριέρα, κάτι που θα έχει άμεσες συνέπειες για το μέλλον της γαλανόλευκης παράταξης.
Συντάκτης: Θοδωρής Καραθανάσης
Βιβλιογραφία:
- R.Clogg. « Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας 1770-2013.»
- Μ. Αλεξάκης- «Κεντροδεξιά ιδεολογία και Νέα Δημοκρατία. Η πρόκληση και οι προοπτικες της συντηρητικής παράταξης»
- J. Meynaud. «Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα 1946-1965» Ά τόμος.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού συνδέσμου (link) για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.