Σε όλες τις ανθρωποκτονίες που περιλαμβάνονται, πρωταγωνίστρια είναι πάντα η γυναίκα, ως φυσική ή ηθική αυτουργός ή συναυτουργός, αρκετές φορές βάζοντας τον εραστή της, που είχε καταστήσει άβουλο όργανο, να δολοφονήσει, για παράδειγμα τον άντρα της. Ωστόσο, στο άρθρο δεν περιλαμβάνονται μόνο συζυγοκτονίες, αλλά υπάρχουν επίσης άλλα εγκλήματα όπως, παιδοκτονίες, μητροκτονίες και δολοφονίες άλλων προσώπων για διάφορους λόγους. Πολλές από τις ανθρωποκτονίες αυτές φέρουν τον χαρακτήρα της εκδίκησης, του φοβερού πάθους, του αβυσσαλέου μίσους και σχετίζονται με τον έρωτα, το χρήμα, την ζηλοτυπία, τα περιουσιακά και άλλα ζητήματα. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις γυναίκες που εγκλημάτησαν είχαν λευκό ποινικό μητρώο, δεν είχαν απασχολήσει τις αστυνομικές αρχές για το παραμικρό. Ήταν δηλαδή γυναίκες της “διπλανής πόρτας” ή υπεράνω υποψίας.

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΔΗΜΗΤΡΕΑ: Δηλητηρίασε με παραθείο μάνα, αδερφό, θεία κι ένα πεντάχρονο αγοράκι και αποπειράθηκε να θανατώσει κι ένα τετράχρονο κοριτσάκι. Καταδικάστηκε τετράκις σε θάνατο και εκτελέστηκε.

Οι αλλεπάλληλοι θάνατοι που σημειώνονταν στο χωριό ήταν κάτι το πρωτοφανές, προβληματίζοντας τους αρμόδιους, καθώς και τους κατοίκους των γύρω περιοχών, που το συζητούσαν καθημερινά, χωρίς κανείς να μπορεί να διανοηθεί τι κρυβόταν από πίσω. Εντελώς τυχαία, ο πρόεδρος της κοινότητας ανακάλυψε την αιτία του θανάτου των συγχωριανών του, ρίχνοντας φως στη μυστηριώδη υπόθεση, που στη συνέχεια εξιχνιάστηκε πλήρως από τη Χωροφυλακή Καρδαμύλης: οι θάνατοι είχαν προέλθει από το παραθείο που χρησιμοποιούσε για να ξεκάνει συγχωριανούς κάθε ηλικίας μια 42χρονη νοικοκυρά που έμεινε στην ιστορία ως η «Δηλητηριάστρια της Μάνης» ή ως η «Ύαινα της Μάνης». Η δράστιδα ήταν σύζυγος του Γεωργίου Δημητρέα, το γένος Γεωργίου Λουκουρέα , γεννηθείσα στο Νεοχώρι Λεύκτρου Μεσσηνίας και κάτοικος της Στούπας της μεσσηνιακής Μάνης, ενώ ήταν παντρεμένη και είχε αποκτήσει ένα κοριτσάκι, με το οποίο και ζούσε μετά το διαζύγιο με τον άντρα της, προ δεκαετίας. Συμπατριώτες της κατέθεσαν στη χωροφυλακή πως τον σύζυγό της τον είχε διώξει από το σπίτι επειδή, όπως ισχυριζόταν, την κακομεταχειριζόταν και ανέφεραν επίσης ότι το διάστημα 1956-57 η Δημητρέα είχε πάθει ημιπληγία και είχε μείνει για περίπου ενάμιση μήνα στο νοσοκομείο – η ίδια υποστήριζε ότι είχε υποβληθεί και σε επέμβαση στη καρδιά της, στην Αθήνα. Για το κοριτσάκι της είπαν ότι, μετά την αποκάλυψη των τραγικών γεγονότων, είχε μεριμνήσει η ίδια η τότε Βασίλισσα, στέλνοντας το σε κάποιο ίδρυμα, καθώς και σε σχολή.

Ήταν να μην είχες διαφορές μαζί της, είτε σοβαρές είτε ασήμαντες -εκείνη σε κάθε περίπτωση έδινε την απάντησή της με το παραθείο. Αν δεν την ανακάλυπταν, θα είχε δηλητηριάσει και πολλούς άλλους, ενώ, όπως ομολόγησε η ίδια στη Χωροφυλακή, είχε σχεδιάσει να φτιάξει κόλλυβα με παραθείο για το μνημόσυνο του αδελφού της -τον οποίο η ίδια είχε σκοτώσει- και να εξοντώσει έτσι πολλούς συγχωριανούς, οι οποίοι γλίτωσαν μόνο και μόνο επειδή δεν έγινε τελικά το μνημόσυνο, Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι ήταν πάγια τακτική της να πηγαίνει στις κηδείες των θυμάτων της, κλαίγοντας απαρηγόρητα, αλλά και να φέρνει λουλούδια στον τάφο τους ή να ανάβει τα καντήλια, προκειμένου να θολώσει τα νερά σχετικά με την εγκληματική δράση της. Θύματα της δηλητηριάστριας κατά σειρά ήταν οι: Στεκούλα χείρα Γεωργίου Λουκουρέα, 75 χρόνων, μητέρας της. Στις 27 Μαΐου 1962, η δράστιδα έριξε παραθείο στα μακαρόνια που της είχε φτιάξει, τα ανακάτεψε καλά για να πάει παντού το παραθείο και τελικά την εξόντωσε. Εναντίον της μητέρας της έτρεφε μίσος επειδή της είχε ζητήσει κατ’  επανάληψη να γράψει στο όνομά της ένα ακίνητο αλλά εκείνη αρνούνταν. Δεύτερο θύμα ήταν η Ποτούλα, σύζυγος Σταύρου Τσιλιγωνέα, 52 χρόνων θεία της. Στις 19 Ιουλίου 1962 η Δημητρέα την κάλεσε σπίτι της για καφέ, ρίχνοντας σταγόνες δηλητηρίου στο φλιτζάνι της. Η δράστιδα τη μισούσε γιατί έδινε συμβουλές στον αδερφό της για περιουσιακά ζητήματα. Τρίτο θύμα ήταν ο Κωνσταντίνος Λουκουρέας, 45 χρόνων, αδερφός της. Δύο μέρες μετά τη θανάτωση της Τσιλιγωνέα, η δηλητηριάστρια κατέστρωσε το σχέδιο εξόντωσης του αδερφού της, ο οποίος μετά το θάνατο της μάνας τους, διεκδικούσε την περιουσία και της είχε διαμηνύσει ότι, μετά τα σαράντα, εκείνη θα έπρεπε να φύγει από το σπίτι στη Στούπα Μεσσηνίας και να εγκατασταθεί στο Νεοχώριο. Αυτή η αξίωση του αδερφού της ξεχείλισε το ποτήρι, έτσι το βράδυ του έφτιαξε βραστές πατάτες ρίχνοντας στη σαλάτα παραθείο. Μόλις τελείωσε το φαγητό και εκείνος εκδήλωσε έντονα συμπτώματα δηλητηρίασης, η Δημητρέα άρχιζε να φωνάζει και οι χωριανοί έτρεξαν και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο της Καλαμάτας, προλαβαίνοντας το κακό. Νοσηλεύτηκε αρκετές μέρες και τελικά διέφυγε το μοιραίο. Στις 2 Αυγούστου 1962 γύρισε στο χωριό και πήγε στο καφενείο για να ευχαριστήσει τους χωριανούς για την βοήθεια που του πρόσφεραν. Χαρούμενος που είχε σωθεί παρήγγειλε στην αδερφή του να του φτιάξει φαγητό για να γιορτάσουν τον ερχομό του και εκείνη τον «περιποιήθηκε» ετοιμάζοντας ντοματοσαλάτα και τηγανίζοντας αυγά, ρίχνοντας αυτή τη φορά στο τηγάνι μπόλικο παραθείο, για να είναι σίγουρη για το αποτέλεσμα. Ανυποψίαστος ο αδερφός έφαγε και ήπιε κρασί, ενώ μαζί του ήταν και ένας συγγενής που έφαγε μόνο σαλάτα, και όχι αυγά, επειδή νήστευε- τον έσωσε η νηστεία θα λέγαμε. Αμέσως μετά το φαγητό, ο αδερφός της Δημητρέα ένιωσε φρικτούς πόνους και σε λίγη ώρα εξέπνευσε. Η Δημητρέα εμφανίστηκε στη κηδεία του αδερφού της με κραυγές και οδυρμούς και κανείς δεν υποψιάστηκε ότι ο θάνατος του Λουκουρέα οφειλόταν σε εγκληματική ενέργεια. Το επόμενο θύμα ήταν ο Ηλίας Πίτσουλας, ηλικίας μόλις 5 χρόνων. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1962, του έριξε δηλητήριο στο λουκούμι που του προσέφερε και τον θανάτωσε, επειδή μια μέρα νωρίτερα είχε φιλονικήσει με τη μητέρα του για ασήμαντο λόγο. Η δράστιδα, τέλος, αποπειράθηκε να δηλητηριάσει ένα κοριτσάκι, την Αθηνά θυγατέρα Νικολάου Θωμέα, ηλικίας τεσσάρων χρόνων. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1962, έριξε παραθείο σε μισό ρόδι που της προσέφερε και η μικρή Αθηνά υπέστη δηλητηρίαση, αλλά ευτυχώς σώθηκε χάρη στην έγκαιρη επέμβαση των γιατρών. Ο πατέρας του κοριτσιού είχε κάνει 20 μέρες νωρίτερα αυστηρές παρατηρήσεις στη δηλητηριάστρια και εκείνη θέλησε να τον εκδικηθεί με τον τρόπο που γνώριζε πια πολύ καλά.

Η Δημητρέα αφού συνελήφθη και ομολόγησε για τις πράξεις της, καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Ναυπλίου 4 φορές σε θάνατο και επιπλέον σε κάθειρξη 15 ετών για την απόπειρα και τελικά εκτελέστηκε στον Υμηττό στις 10 Απριλίου 1965. Έτσι γράφτηκε ο επίλογος μιας από τις τραγικότερες υποθέσεις στα μεταπολεμικά αστυνομικά χρονικά της χώρας μας.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΑΓΓΕΛΙΝΟΥ: Η θρησκευόμενη γυναίκα που πολτοποίησε με μια αξίνα το κεφάλι του άντρα της την ώρα που κοιμόταν. Καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε.

Η Αθανασία Αγγελινού ήταν μια θρησκευόμενη γυναίκα κατά κοινή ομολογία. Παντρεύτηκε δύο φορές, όπως είχε αναφέρει, και με τον πρώτο της σύζυγο, με τον οποίο απέκτησε ένα κορίτσι, απεβίωσε. Με τον δεύτερο (Νικόλαος Αγγελινός) τα πράγματα ήταν διαφορετικά, αφού πάντα σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, εκείνος την κακομεταχειριζόταν, της φερόταν σκαιότατα, την έδερνε, την παρατούσε και έφευγε, ξενυχτώντας με άλλες γυναίκες. Η ίδια προσπαθούσε να κρατήσει το σπίτι της παρά τους συνεχείς καβγάδες, καθώς και το γεγονός ότι τα νεύρα της είχαν υποστεί βλάβη από ένα τραυματισμό στο κεφάλι της σε τροχαίο.

Ένα βράδυ καυγάδισαν, όταν εκείνος της έδειξε άσεμνες φωτογραφίες, προκαλώντας το θρησκευτικό της αίσθημα. Πήρε χάπια και κοιμήθηκε. Τα ξημερώματα σηκώθηκε, πλησίασε κρατώντας μια αξίνα το κρεβάτι όπου κοιμόταν ο σύζυγός της και του κατάφερε αλλεπάλληλα μοιραία πλήγματα στο κρανίο και στο στήθος. Στη συνέχεια πήρε και άλλα χάπια και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Στις 10 το πρωί την επόμενη μέρα ξύπνησε, βγήκε έξω και με μια φίλη και γειτόνισσά της, πήγε στη Χωροφυλακή και ανέφερε ότι είχε σκοτώσει τον σύζυγό της. Αυτά υποστήριζε η ίδια η δράστιδα. Τα αδέρφια του θύματος και άλλοι συγγενείς του, ισχυρίζονταν ότι ο φόνος είχε γίνει εκ προμελέτης και ότι πίσω από το έγκλημα υποκρύπτονταν οικονομικά κίνητρα.

Βγαίνοντας από το σπίτι για να πάει στη γειτόνισσά της, η Αγγελινού ήταν σε κακή κατάσταση. Δεν της ανέφερε τι είχε κάνει, μόνο την παρακάλεσε να τη συνοδεύσει στο νοσοκομείο, επειδή δεν αισθανόταν καλά. Στον δρόμο για τον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών, της είπε ότι ήθελε να περάσουν πρώτα από τη Χωροφυλακή, χωρίς όμως να της αποκαλύψει τον λόγο. Μόλις μπήκε στο γραφείο του διοικητή, η Αγγελινού είπε τρεμάμενη: «Κύριε διοικητά, πηγαίνετε σπίτι μου, θα βρείτε τον άντρα μου σκοτωμένο πάνω στο κρεβάτι. Τον σκότωσα με μια αξίνα. Μου είχε κάνει τη ζωή μαρτύριο. Είχε φιλενάδες και εμένα με έδερνε και με παρατούσε. Πήρα φαρμάκι να φαρμακωθώ…»

Ο διοικητής ξεκίνησε με δύο χωροφύλακες για το σπίτι της Αγγελινού προκειμένου να διαπιστώσει αν όντως βρισκόταν εκεί δολοφονημένος ο σύζυγό της. Μπαίνοντας αντίκρισε την εξής κατάσταση:

Στο υπνοδωμάτιο, δεξιά και παράλληλα με τον τοίχο, υπήρχε ένα μικρό ντιβάνι, στο οποίο κοιμόταν μόνη της η Αγγελινού όταν φιλονικούσε με τον άντρα της και απέναντι από αυτό η ντουλάπα. Στον αριστερό τοίχο του δωματίου, και κάτω από το παράθυρο,  υπήρχε ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι. Σε αυτό το κρεβάτι, στο αριστερό μέρος του, βρισκόταν το πτώμα του συζύγου της, σε ύπτια θέση, γεμάτο αίματα. Φορούσε μόνο τα εσώρουχά του και η δράστιδα του είχε συντρίψει κυριολεκτικά την κορυφή του κρανίου, ενώ το πτώμα έφερε και μερικές ακόμα τομές, στον θώρακα και στα χέρια, που προκλήθηκαν αμέσως μετά. Το φονικό όργανο, η αξίνα, εντοπίστηκε κάτω από την ντουλάπα. Σε μια καρέκλα κοντά στο κρεβάτι βρέθηκε επίσης ένας δίσκος με έτοιμο πρωινό. Όπως είπε αργότερα η Αγγελινού, είχε ετοιμάσει το πρωινό του συζύγου της από το απόγευμα της προηγούμενης μέρας, όπως συνήθιζε.

Στα ρεπορτάζ της εποχής, πάντως, αναφερόταν ότι η δράστιδα είχε προμελετήσει πλήρως το έγκλημα, αφού στο σπίτι της βρέθηκε ένα χειρόγραφο σημείωμα προς τον εισαγγελέα με ημερομηνία 20 Ιουνίου, δηλαδή τρεις μέρες πριν από τη συζυγοκτονία, στο οποίο γράφει: «Όπως σας είχα πει και προφορικά κ. εισαγγελέα, όλα θα του τα συγχωρούσα αν δε με τυραννούσε τις νύχτες και δε μου έδειχνε φωτογραφίες με αισχρές στάσεις. Και γι’ αυτό αναγκάζομαι να κάνω αυτό το έγκλημα.»

Μετά τις αγορεύσεις των συνηγόρων πολιτικής αγωγής και υπεράσπισης, το δικαστήριο αποσύρθηκε σε διάσκεψη και αργότερα εξέδωσε την απόφασή του, καταδικάζοντας την Αθανασία Αγγελινού σε θάνατο, καθώς και σε στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων της εσαεί. Κανένα από τα ελαφρυντικά που πρότεινε ο συνήγορος της δεν της αναγνωρίσθηκε και η Αγγελινού οδηγήθηκε στις γυναικείες φυλακές μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες για την εκτέλεσή της. Η οποία και εξετελέσθη στις 10 Αυγούστου 1962, ώρα 5:25 το πρωί.

ΡΑΠΤΗ ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Η νεαρή υπηρέτρια που τη βασάνιζε και τη σιδέρωνε με το ηλεκτρικό σίδερο η αφεντικίνα της. Μια υπόθεση που προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση κι έγινε σύμβολο για την εποχή της.

Η Σπυριδούλα Ράπτη καταγόταν από την Αιτωλοακαρνανία και συγκεκριμένα από την κωμόπολη Ματαράγκα Μακρυνείας, όπου γεννήθηκε και διέμενε μαζί με την πολυμελή οικογένειά της. Τον Ιούλιο του 1953, και ενώ η Σπυριδούλα ήταν 10 ετών, έφτασε στην Ματαράγκα το ζευγάρι Γιώργος και Αντιγόνη Βειδαζέ. Επισκέφθηκαν το σπίτι της Ράπτη και είπαν ότι εργάζονταν ως τραπεζικοί υπάλληλοι και ήθελαν ένα κοριτσάκι να κρατήσει την κορούλα τους και να τους βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού, υποσχόμενοι ότι θα το είχαν σαν μεγαλύτερο παιδί τους. Ο πατέρας Κώστας Ράπτης, συνταξιούχος χωροφύλακας, και η μάνα της μικρής Σπυριδούλας άκουσαν με χαρά τα λόγια τους και τους απάντησαν ότι μπορούσαν να πάρουν τη δεκάχρονη Σπυριδούλα τους, νιώθοντας μάλιστα ικανοποίηση στη σκέψη ότι το παιδάκι τους θα ζούσε μια πιο άνετη και καλή ζωή από αυτή που ζούσε στο χωριό μαζί τους. Πραγματικά, η Αντιγόνη και ο Γιώργος Βειζαδές πήραν τη Σπυριδούλα και έφυγαν για τη πρωτεύουσα, αφού το σπίτι τους βρισκόταν στη περιοχή Καλλίπολη του Πειραιά. Η Αντιγόνη ενημέρωσε την μικρή υπηρέτριά για τις δουλειές που θα αναλάμβανε στο σπίτι και στην αρχή όλα φαινόντουσαν να κυλούν ομαλά. Η Αντιγόνη όμως υποχρέωνε την μικρή υπηρέτρια να δουλεύει από πολύ νωρίς το πρωί ως αργά το βράδυ και της φερόταν πολύ άσχημα, ενώ αποδείχθηκε ότι ο Γιώργος Βειζαδές δεν ήταν τραπεζικός υπάλληλος αλλά ιδιοκτήτης νυχτερινού κέντρου και συγκεκριμένα συνιδιοκτήτης του καμπαρέ «Τζόν Μπούλ» στην Τρούμπα του Πειραιά. Όταν όμως, ένα περίπου χρόνο αργότερα, ο πατέρας της Σπυριδούλας την επισκέφτηκε στον Πειραιά, την βρήκε πολύ αδύνατη και καχεκτική, και ανησύχησε ιδιαίτερα. Η Βειζαδε τον καθησύχασε, λέγοντας του ότι η αδυναμία της οφειλόταν στην αλλαγή κλίματος και του εγγυήθηκε πως όλα με την πάροδο του χρόνου θα έφτιαχναν. Έτσι εκείνος έφυγε με την πεποίθηση ότι σιγά σιγά το παιδί του θα προσαρμοζόταν στις νέες συνθήκες. Φτάνουμε λοιπόν στο επόμενο καλοκαίρι και συγκεκριμένα στα τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου του 1955. Ένα βράδυ πριν φύγει για το καμπαρέ, ο Βειζαδές έψαχνε στην ντουλάπα ένα χαρτονόμισμα των 50 δολαρίων. Ρώτησε τη σύζυγό του, η οποία δήλωσε άγνοια και εξέφρασε υπόνοιες ότι μπορεί να το έχει κρύψει κάπου η Σπυριδούλα. Η ίδια απάντησε πως δεν είχε πάρει κανένα χαρτονόμισμα , ωστόσο η αφεντικίνα της άρχισε να τη χτυπά και να τη ρωτά επίμονα πού το είχε κρύψει. Οι δυο τους μετά από αλλεπάλληλα χαστούκια και βρισιές , άρπαξαν την δωδεκάχρονη Σπυριδούλα και της έβγαλαν όλα τα ρούχα, την ξάπλωσαν γυμνή πάνω σε ένα τραπέζι και πήραν το σίδερο που εκείνη την ώρα ήταν στην πρίζα, με τη σιδερώστρα απλωμένη και έτοιμη για σιδέρωμα. Στη συνέχεια άρχισαν να σιδερώνουν (!) την άτυχη Σπυριδούλα. Οι πόνοι ήταν αφόρητοι, η Σπυριδούλα φώναζε αλλά δεν υπήρχε κανείς να την ακούσει. Κατά τη διάρκεια του βασανιστηρίου το κορίτσι λιποθυμούσε πολλές φορές και μόνο τότε σταματούσε το ζευγάρι – και μόλις η μικρή συνερχόταν, οι δήμιοι της ξανάρχιζαν. Το μαρτύριο συνεχίστηκε για περισσότερες από 35 ώρες όπως ανέφεραν ρεπόρτερ της εποχής προκαλώντας εγκαύματα σε όλο το σώμα της άτυχης κοπέλας. Έπειτα το ζευγάρι οδήγησε τη Σπυριδούλα στο δωμάτιο της, όπου την κλείδωσαν χωρίς να της δώσουν νερό και φαγητό. Επειδή η Σπυριδούλα φώναζε από τους πόνους και φοβήθηκαν πως υπήρχε περίπτωση να χάσει τη ζωη της, αποφάσισαν να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Την προειδοποίησαν να μην ομολογήσει σε κανέναν τι είχε συμβεί γιατί διαφορετικά θα την έκαιγαν με βενζίνη και την “νουθέτησαν” να αναφέρει στους γιατρούς ότι τα εγκαύματα είχαν προκληθεί καταλάθος, από μια κατσαρόλα γεμάτη καυτό νερό που είχε πέσει πάνω της. Έτσι την Παρασκευή 5 Αυγούστου 1955 οι γιατροί αποφάνθηκαν ότι οι περί καυτού νερού ισχυρισμοί της κοπέλας και της αφεντικίνας της δεν είχαν σχέση με την πραγματικότητα. Λίγες μέρες αργότερα η Σπυριδούλα μίλησε – αποκάλυψε ότι τα εγκαύματα είχαν προκληθεί από ηλεκτρικό σίδερο.

Η αστυνομία συνέλαβε την Αντιγόνη και τον Γιώργο Βειζαδέ, οι οποίοι αμέσως παραπέμφθηκαν στη Δικαιοσύνη κατηγορούμενοι για βαριές σκοπούμενες σωματικές βλάβες. Η πολύκροτη δίκη άρχισε τη Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 1956 στο Κακουργιοδικείο της Λαμίας στο οποίο είχαν συγκεντρωθεί πλήθη κόσμου για να αντικρίσουν το ζευγάρι που είχε σιδερώσει την 12χρονη Σπυριδούλα. Στην κατάθεση της Σπυριδούλας ο πρόεδρος τη ρώτησε: «Το παιδάκι τους ήταν εκεί όταν σε έκαιγαν;» και η Σπυριδούλα απάντησε: «Ήταν μπροστά και μάλιστα πέταξε μια παντόφλα στη μάνα του.»

Ακολούθησαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων , και έπειτα οι ένορκοι και οι δικαστές αποσύρθηκαν σε διάσκεψη. Με την επανάληψη της συνεδρίασης, ο πρόεδρος του Κακουργιοδικείου Γίωργος Παπακωνσταντίνου διάβασε την απόφαση, σύμφωνα με την οποία κηρύχθηκαν ένοχοι και οι δύο κατηγορούμενοι για πρόκληση βαριών σωματικών βλαβών σε βαθμό κακουργήματος. Έτσι η Αντιγόνη Βειζαδέ καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλακή και ο σύζυγός της Γιώργος σε 4,5 χρόνια. Ελήφθησαν υπόψη και ελαφρυντικά ενώ ο πρόεδρος του δικαστηρίου , απευθυνόμενος στους καταδικασθέντες, τους επεσήμανε ότι το δικαστήριο τους έκρινε με επιείκεια. Οι συνήγοροι των καταδικασθέντων προσέφυγαν στον Άρειο Πάγο, αλλά η αίτηση που υπέβαλαν δεν έγινε δεκτή.

Συντάκτης: Βίβιαν Τσούτση


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.